
Τώρα την άνοιξη , τον σκληρότητατο αυτόν Απρίλη 1, η αλληλουχία της γέννησης και του θανάτου ξεπροβάλει. «Οδός άνω κάτω μια και ωυτη» λέει ο σκοτεινός φιλόσοφος 2 , ο δρόμος που ανεβαίνει και ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ο ίδιος. Περίεργα που μπλέκει ο θρήνος με την χαρά αιώνες τώρα σε αυτή τη γειτονιά.
« Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;» ακούγεται κάτω από το σταυρό ο θρήνος της Παναγίας. Ακολουθεί η ανάσταση.
Άλλοι μέσα στο επιτάφιο διακρίνουν ακόμα τα μέλη του Άδωνη,
Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη - έτσι γλυκά θρηνούσαν! -
πως, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ' οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!
Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π' απ' την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ' άλλα ως κάτου,
κι απ' τ' Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π' άκουσαν στη μέση
απ' τα "Xριστός Aνέστη" μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: "Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!"
Kαι να· ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!
Kαι τότε - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -
απ' το στασίδι πού 'μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ' το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν' αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
- έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
και να σύρει απ' τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: "Mάτια μου… Bαγγέλη!"
Kι ακόμα, - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Mεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!…3
- Έλιοτ
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ΄ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με την βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές. - Ο Ηράκλειτος
- Σικελιανός Στ. Οσίου Λουκά το Μοναστήρι

Είναι εύκολο και ιδιαίτερα συγκινητικό (ειδικά σε κάθε επέτειο) να καταδικάζουμε τη δικτατορία του 1967, ενώ την ίδια στιγμή μας αφήνουν αδιάφορους τα καθημερινά μικρά αλλά όχι λιγότερο επαχθή πραξικοπήματα, μεσούσης της δημοκρατίας. Η μεγάλη πολιτική Εκτροπή μπορεί να τελείωσε, οι μικρές πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές εκτροπές εξακολουθούν και συμβαίνουν. Και μάλιστα μπροστά στα μάτια μας. Στα χρόνια της δικτατορίας μπορούσαμε να διακρίνουμε καλύτερα το ψεύτικο από το αληθινό. Η καθημερινή προπαγάνδα, όπως άλλωστε κάθε προπολεμική ή μεταπολεμική προπαγάνδα ολοκληρωτικών καθεστώτων, ήταν πανίσχυρη ακόμη κι αν τα ΜΜΕ της εποχής, ραδιόφωνο και Τύπος, δεν μπορούν να συγκριθούν με τα σημερινά. Το κυριότερο, τα χρόνια εκείνα δεν είχε εφευρεθεί ακόμη το εικονικό, τουλάχιστον στον βαθμό που υπάρχει σήμερα. Η εικόνα του κόσμου ήταν άσκημη, αλλά παρά ταύτα αληθινή. Η εικονική πραγματικότητα, που προβάλλεται σήμερα με χίλιους τρόπους, φαίνεται ωραία αλλά είναι απάτη. Μας είναι δύσκολο να διακρίνουμε πια όχι την πραγματικότητα από την εξεικόνισή της αλλά την εικόνα από το εικονικό. Αν μια εικόνα είναι ισχυρότερη από χίλιες λέξεις, πόσες λέξεις ισοδυναμούν με το εικονικό; 

